- φρυάζω
- φρυάττω (αόρ. φρύαξα) αμετ.1) сопеть, фыркать (о лошади); 2) приходить в ярость, бешенство
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φρυάζω — Ν βλ. φρυάσσω … Dictionary of Greek
φρυάζω — φρύαξα 1. αμτβ. (για άλογα), φριμάζω (βλ. λ.). 2. (για ανθρώπους), λυσσώ από οργή, με πιάνει έξαλλη οργή, κοχλάζει ο θυμός μου: Φρύαξε απ το κακό του, σαν τ άκουσε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φρυάσσω — και φρυάττω ΝΜΑ, και φρυάζω Ν (μσν. αρχ. και μέσ. φρυάσσομαι και φρυάττομαι) (για άλογο) φριμάζω, φρουμάζω νεοελλ. (για πρόσ.) καταλαμβάνομαι από μανιώδη οργή («φρύαξε από το κακό του») μσν. αρχ. (ενεργ. και μέσ.) (για πρόσ.) περηφανεύομαι,… … Dictionary of Greek